ταξιάρχαι

ταξιάρχαι
ταξιάρχης
masc nom/voc pl
ταξιάρχᾱͅ , ταξιάρχης
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Drama (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Drama o Dráma (griego: Δράμα, Dráma, IPA: [ˈ ð ɾ ama]) es una ciudad y municipio en el noreste de Grecia. Drama es la capital de la prefectura de Dráma (Macedonia Oriental y Tracia. La ciudad (42.501 hab. en 2001) es …   Wikipedia Español

  • λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • Ταξιάρχες — I Προσωνυμία των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ. Οι Τ. είναι, κατά τη χριστιανική θρησκεία, των ουρανίων στρατιών αρχιστράτηγοι και ταξιάρχαι των άνω δυνάμεων. Τ. ονομάζεται στα μοναστήρια ο βοηθός του εκκλησιάρχη. Ο Τ. φροντίζει για την τήρηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”